ανασταίνω

ανασταίνω
(αόρ. ανάστησα) 1. μετ.
1) возвращать к жизни; реанимировать; 2) воскрешать (из мёртвых); 3) вскармливать, растить, ставить на ноги; 4) приводить в порядок, восстанавливать; улучшать, благоустраивать; 5) доставлять радость, радовать; очаровывать; 2. αμετ. праздновать пасху

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανασταίνω" в других словарях:

  • ανασταίνω — ανασταίνω, ανάστησα και ανέστησα βλ. πίν. 50 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανασταίνω — και αναστήνω ανάστησα, αναστήθηκα, αναστημένος 1. ξαναφέρνω στη ζωή: Σαν σήμερα ο Χριστός ανάστησε το Λάζαρο. 2. ανατρέφω, μεγαλώνω: Και το κορίτσι και το αγόρι η γιαγιά τους τ ανάστησε. 3. ζωογονώ, ευφραίνω: Τους έδωσε κι ήπιαν ένα κρασί που και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασταίνω — και αναστένω (Μ ἀνασταίνω και ένω) [ανίστημι] 1. ξαναδίνω ζωή σε νεκρό, ξαναζωντανεύω 2. ανατρέφω, μεγαλώνω παιδί νεοελλ. 1. ευφραίνω, θέλγω («μυρωδιά που ανασταίνει») 2. γιορτάζω την Ανάσταση μσν. 1. σηκώνω ψηλά 2. χτίζω, οικοδομώ 3. ενισχύω,… …   Dictionary of Greek

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

  • νεκρανασταίνω — (Μ νεκρανασταίνω) ανασταίνω νεκρό, επαναφέρω από τον θάνατο στη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ἀνασταίνω] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»